Η Ελληνική Εκπαίδευση σε καθεστώς ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης εναρμόνισης και μνημονιακής επιτήρησης
Του Γιώργου Μαυρογιώργου, καθηγητή Πανεπιστημίου
Μεγάλη ένταση παρατηρείται, τον τελευταίο καιρό, στο περιεχόμενο και στις μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας που εκδηλώνονται, με αφορμή τη συνολική συντηρητική ανασυγκρότηση που επιχειρείται και στην εκπαίδευση, κάτω από την επινόηση της ασφυκτικής και εκβιαστικής «επιτήρησης» των διεθνών δανειστών. Οι πολιτικές συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας και κατάργησης κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων, που ασκούνται στο του «μνημονίων», έχουν στο επίκεντρο και την εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες της. Έχουμε υποστηρίξει την άποψη ότι η ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική είναι η πιο συντηρητική κι αυταρχική εκδοχή που σχεδιάστηκε ποτέ, μετά τη μεταπολίτευση, και ότι αυτή παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά μιας ολοκληρωτικής όνομα επιβολής και επιτήρησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σκοπός της είναι η προώθηση πολιτικών της αγοράς στην εκπαίδευση και η πειθάρχηση των εκπαιδευτικών σ αυτό.
Το Υπουργείο Παιδείας, με το σύνολο των κατασταλτικών, ιδεολογικών και συμβουλευτικώνμηχανισμών (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική εξουσία, αστυνομία, συμβουλευτικά όργανα, κ.ά.), και των μηχανισμών πληροφόρησης,και με όπλο την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, με τη συνδρομή του πακτωλού των κοινοτικών κονδυλίων ΕΣΠΑ, έχει δρομολογήσει μια πρωτοφανή κινητικότητα και επιδεικνύει αυταρχισμό, βία, αδιαλλαξία, πειθαρχικές και ποινικές διώξεις εναντίον εκπαιδευτικών, «μαθητοδικεία», προσαγωγές, αστυνόμευση, απολύσεις, κ.ά.. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι ασκείται μια ιδιότυπη μορφή τρομοκρατίας στις ζυμώσεις και στις διεργασίες που σημειώνονται και στις ατομικές ή συλλογικές μορφέςπάλης που επιλέγονται.
Η εκπαίδευση, για πολλά χρόνια τώρα, βρίσκεται σε κατάσταση «εύθραυστης εκεχειρίας». Στην παρούσασυγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, έχουμε τη συνδυασμένη στρατηγικήπου υπαγορεύεται από τα προτάγματα της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής εναρμόνισης και απότα μέτρα που προβάλλονται ως «μνημονιακές» υποχρεώσεις. Κάτω από αυτούς τους όρους, η αντιπαράθεση εκπαιδευτικών και εξουσιαστικών μηχανισμών είναι πολλαπλώς ασύμμετρη, κι αυτό δε συνιστά υπαινιγμό για υπαναχώρηση αλλά για διαμόρφωση ισχυρού μετώπου παιδείας για μακράς διάρκειας αντιπαράθεση και πάλη.
Ευρωπαϊκή Ένωση και εκπαίδευση των χωρών-μελών
Χρόνια τώρα, η χώρα μας συμμετέχει, μαζί με άλλες χώρες σε μια διαδικασία ιδιότυπης «διεθνοποίησης» της εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της λεγόμενης Ε.Ε. Με εξαίρεση την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, η Ε.Ε. δεν φέρεται να υποχρεώνει τα κράτη-μέλη σε εναρμόνιση.Υποστηρίζεται,δηλαδή,ότι «η εκπαίδευση ήταν και παραμένει εθνική αποστολή». Αν, ωστόσο, σε επίπεδο διακηρύξεων, προβάλλεται η πολιτική της ενίσχυσης, της ενθάρρυνσης και της υποστήριξης, έχουμε πολλούς λόγους για να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η εκπαίδευση, ως μηχανισμός που εμπλέκεται έμμεσα στην παραγωγική διαδικασία αλλά και ως τμήμα του εποικοδομήματος δεν είναι δυνατό παρά να προσδιορίζεται, ως ένα βαθμό, από τις συνθήκες, προϋποθέσεις και τάσεις που διαμορφώνονται στο καπιταλιστικό σύστημα ανάπτυξης που κυριαρχεί στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Mια οικονομική πολιτική «σύγκλισης» και «εναρμόνισης», με ό,τι αυτή συνεπάγεται για το επίπεδο ανάπτυξης κάθε χώρας-μέλους χωριστά, παραπέμπει αντίστοιχα σε ομοιότροπες μορφές άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής που εξασφαλίζουν κάποιες κοινές κοινωνικές λειτουργίες στην υπόθεση της αναπαραγωγής.
Με τη διακήρυξη της Λισαβόνας(2000), αναφορικάμε τους στόχους της εκπαίδευσης των χωρών-μελών της Ε.Ε., είχε επισημανθεί,πως, παρά τις όποιες διαφορές, οι «κύριοι στόχοι και τα αποτελέσματα που όλοι επιδιώκουμε μοιάζουν πολύ». Έτσι, συντελέστηκε η μετατόπιση από τις διαδικασίες στα αποτελέσματα. Βασικό εργαλείο επίτευξης αυτού του εγχειρήματος ήταν η λεγόμενη «Ανοιχτή Μέθοδος Συντονισμού». Πρόκειται για μια διαδικασία διακυβέρνησης που, ανάμεσα στα άλλα, επεδίωκε την καθιέρωση συστηματικήςεποπτείας, αποτίμησης και αξιολόγησης ως διαδικασίας αμοιβαίας ανταλλαγής εμπειριών που αποκτάει, έτσι, τα χαρακτηριστικά μια μορφής επιτήρησης.
Η ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική αποτυπώνεται, κυρίως: 1) στα κείμενα των διακηρύξεων, των αποφάσεων, των διαβουλεύσεων και των οδηγιών που ανακοινώνονταν από τα διάφορα κοινοτικά όργανα, 2) στα διάφορα κοινοτικά προγράμματα για την εκπαίδευση, όπως, π.χ. το Erasmus, το Lingua, Comenius, Davinci, κ.ά., και 3) για την Ελλάδα, όπως και για άλλες χώρες σύγκλισης (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, κ.ά), στα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και τα ΕΣΠΑ (χρηματοδότηση και έλεγχος). Όπως αντιλαμβάνεται κανείς , το υλικό είναι τεράστιο και από άποψη χρονικής διάρκειας και από άποψη των συνδυασμένων παρεμβάσεων που έχουν γίνει. Στο σύνολό τους, όλα τα παραπάνω συγκροτούν ένα projectδιεθνοποίησης της εκπαίδευσηςμε σαφή νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό. Σε όλες τις χώρες-μέλη διαγράφονται κάποιες κοινές τάσεις στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής όπως: επιδίωξη στενότερης σχέσης του σχολείου με το χώρο εργασίας και με την αγορά εργασίας, συρρίκνωση της σχετικής αυτονομίας της εκπαίδευσης, ιδιωτικοποίηση του κόστους της εκπαίδευσης, ένταση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού προσωπικού, σύνδεση και διαβάθμιση των αμοιβών ανάλογα με την απόδοση, εντατικοποίηση των όρων εργασίας, περικοπή των δαπανών για την εκπαίδευση, περιστολή διαδικασιών εκδημοκρατισμού, συγκεντρωτισμός στη λήψη αποφάσεων κ.ά.
Η πρόσληψη της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα
Ορισμένοι μας υπενθυμίζουν ότι η ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική, «δεδομένης της μεσογειακής μας υπερβολής, αντιμετωπίζεται, όχι σπάνια, εντελώς εξωπραγματικά, με απίστευτη μερικές φορές επιπολαιότητα, γεγονός που δε διευκολύνει τη σωστή αξιολόγηση της κατάστασης και των δυνατοτήτων της»1. Υπάρχει, βέβαια, και άλλη εκδοχή ότιδεν υπάρχει ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι αδύνατη η διαμόρφωση ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής. Δεν συμμεριζόμαστε αυτές τις απόψεις και θα προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε έναν γενικό σχολιασμό για τις επιπτώσεις που εγγράφονται, με το δίδυμο της ευρωπαϊκής εναρμόνισης και της μνημονιακής επιτήρησης στην ελληνική εκπαίδευση.
Η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική της συντηρητικής ανασυγκρότησης στην Ελλάδα παρουσιάζει πολλές πτυχές ομοιοτροπίας και εναρμόνισης, με νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό. Μόλις πρόσφατα, ο Υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε την επιμήκυνση του σχολικούέτους για «εναρμόνιση της παιδείας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα». Οι πτυχές εναρμόνισης μπορούν να εντοπιστούν σε τρία επίπεδα: (i) Στο επίπεδο της συνολικής εκπαιδευτικής πολιτικής που ασκήθηκε τα τελευταία χρόνια, όπου οι επιμέρους νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις, παρά την αποσπασματικότητά τους, παρουσιάζουν υψηλό βαθμό σύγκλισης και συνοχής, με νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση π.χ. αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών, επιμόρφωση, διοίκηση και εποπτεία της εκπαίδευσης, τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, αλλαγές εργασιακών σχέσεων, εξατομίκευση, ιδιωτικοποίηση του κόστους, κ.ά. (ii) Στο επίπεδο της γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, στα πλαίσια της οποίας η συνολική εκπαιδευτική πολιτική παρουσιάζει υψηλό βαθμό σύγκλισης, συνοχής και εναρμόνισης, νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού π.χ. λιτότητα, συμπίεση μισθών, εντατικοποίηση, περικοπές κοινωνικού μισθού, περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αυταρχισμός, κ.α. Τέλος, (iii) στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής σε σχέση με τις μορφές και τους προσανατολισμούς της εκπαιδευτικής πολιτικής που ασκείται στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εκπαιδευτική πολιτική που ασκήθηκε στην Ελλάδα, μετά το 1959, νομιμοποιούνταν με την επίκληση ορόσημων: αίτηση σύνδεσης, προσχώρηση, πλήρης ένταξη, νομισματική ένωση, Ευρωπαϊκή Ένωση, κ.α. Συστηματικά γινόταν λόγος για προσαρμογή του βηματισμού μας για να καλύψουμε την απόσταση που μας χωρίζει από το επίπεδο ανάπτυξης των άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε.. Το «σύνδρομο της απόστασης» είχε τεθεί στην υπηρεσία επιτάχυνσης των εκπαιδευτικών αλλαγών. Είναι μια μορφή επιτήρησης η επιτάχυνση. Θα υποστηρίζαμε ότι η όλη διαδικασία εναρμόνισης καιένταξης της Ελλάδας στην υπόθεση της λεγόμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσηςήταν μια διαρκής επιτήρηση στην εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου προτάγματος.
Σημαντικό ρόλο στην όλη υπόθεση διαδραματίζουν, υπερεθνικοίοργανισμοί που στο όνομα των συμβουλευτικών τους υπηρεσιών ή στο όνομα της χρηματοδότησης συγκροτούν μια συγκεκριμένημορφή επιτήρησης. Η επίκληση των όρων των μνημονίων, οι παρεμβάσεις των οίκων αξιολόγησης, οι εκθέσεις της Τρόικας, οι εκθέσεις του Eurogroup και του ΔΝΤ, η Έκθεση ΟΟΣΑ αποτελούν ενδείξεις ενός συνασπισμού εξουσίας των δανειστών, των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και των αγορών. Έχει τεκμηριωθεί από πολλούς ο ισχυρισμός ότι ο αναβαθμισμένος ρόλος των διάφορων υπερεθνικών οργανισμών, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, συνδέεται με τον κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής των χωρών της Ε.Ε. και αλλού. Η πρόσληψή του και η μετάφρασή του, βέβαια,σε συγκεκριμένη πολιτική, σε κάθε χώρα, είναι συνάρτηση της κοινωνικής δυναμικής που διαμορφώνεται, σε κάθε δεδομένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Οι αργόσυρτες και διστακτικές διαδικασίες της λεγόμενης εναρμόνισης, στην περίπτωση της Ελλάδας,επισπεύδονται με τη βία του μνημονίων, που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά ένα project πειθάρχησης του κόσμου της εργασίας στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα.
Ησχετική πολιτική που ασκήθηκε στην Ελλάδα αποτυπώνεται στα λεγόμενα «επιχειρησιακά προγράμματα» (ΕΠΕΑΕΚ και ΕΣΠΑ) και στις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι πολιτικές των επιχειρησιακών προγραμμάτων συνδυάζονται και συνυπάρχουν με τις πολιτικές που απορρέουν από την αδιάκριτη και βίαιη επιτήρηση που ασκείται από τους εγχώριους και διεθνείς δανειστές,με όχημα το μνημόνιο. Μετην πολιτική των μνημονίων έχουμε μια άλλη μορφή ευδιάκριτης και ρητής επιτήρησης.Πρόκειται για μια βίαιη μορφή επιτήρησης με στόχο:την οριστική κατάργηση των πολιτικών του κράτους πρόνοιας και την μετατροπή της εκπαίδευσης από δημόσιο και κοινωνικό αγαθό σε αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Το δίδυμο «ΕΣΠΑ- Μνημόνιο»: κοινοτική χρηματοδότηση αλλαγών νεοφιλελεύθερης σύλληψης, από τη μια, και περικοπές δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση, από την άλλη, συνιστούν μια επιθετική πολιτική. Έχουμε να κάνουμε με μια βίαιη εναρμόνιση της εκπαίδευσης προς τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα της αγοράς και από αυτήν την άποψη έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια δίδυμη επιτήρηση: την επιτήρηση που προκύπτει από τη χρηματοδότηση της νεοφιλελεύθερης εναρμόνισηςκαι την επιτήρηση που ασκείται από τις περικοπές, τις απολύσεις, τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, κ.ά.. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ουσιαστικά χρηματοδότηση για την υποστήριξη πολιτικών που νομιμοποιούν και προωθούν περικοπές, συγχωνεύσεις, καταργήσεις, απολύσεις, κ.ά. Πρόκειται για χρηματοδότηση επιβολής και εμπέδωσηςτου νεοφιλελευθερισμού.
Ο υπερεθνικός μονοπωλιακός νεοφιλελεύθερος σύμβουλος ΟΟΣΑ, δεν έχει στην «εργαλειοθήκη» του συνταγές μόνο για το γάλα και τα φάρμακα αλλά και για την εκπαίδευση: συγχωνεύσεις, απολύσεις, αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις, άρση της μονιμότητας, αναλογία διδασκόντων-διδασκομένων. Οι βασικοί του νεοφιλελεύθεροι πολιτικο-ιδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίουδιεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.
Η περίπτωση της αξιολόγησης
Στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που αναπτύσσει, διεθνώς, ο ΟΟΣΑ προωθεί με ομάδες ειδικών, ένα κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο οικουμενικό «ερευνητικό-αξιολογικό παράδειγμα». Με αίτηση των χωρών-μελών, διενεργεί, με αμοιβή, διάφορεςαξιολογήσεις. Κυρίαρχη θέση κατέχει η αξιολόγηση δομών και διάρθρωσης των εκπαιδευτικών συστημάτων που, συνήθως,συνοδεύεται από συνταγολόγιο για αναγκαίες εκπαιδευτικές αλλαγές νεοφιλελεύθερης κοπής. Είναι αυτό που ονομάζουν «εργαλειοθήκη». Ναι!, «Εργαλειοθήκη» ενός παγκόσμιου επιθεωρητή και συμβούλου.Μη ξεχνάμε πως πάει πακέτο με το PISA, αυτό το παγκόσμιο εξεταστικό «παράδειγμα».Ένας σύμβουλος που «χώνει τη μύτη του» σεπρωτοβουλίες εκπαιδευτικής πολιτικής σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα μπαινοβγαίνει ελεύθερα και με αμοιβή, για να μας λανσάρει «κουλτούρα αξιολόγησης» που δεν έχουμε. Το θέμα είναι πότε θα αναπτύξουμε κοινωνική δυναμική τέτοια που να σπάσειαυτή τη «μύτη»που αδιάκριτα, αδιάλειπτα, αυθαίρετα και συστηματικά χώνεται παντού και δημιουργεί τη νέα αγορά υπηρεσιών και προϊόντων αξιολόγησης.
Το έργο του ΟΟΣΑ υποστηρίζουν επίλεκτοι και αυτόκλητοιεγχώριοι «ειδικοί», που με την τήβεννο της πανεπιστημιακής αυθεντίας, έχουν συντάξει πολλούς «διαδοχικούς» τόμους για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και των σχολικών μονάδων, αναμασώντας και επαναλαμβάνοντας τη «φιλολογία» της αναγκαιότητας της αξιολόγησης, των αντικειμενικών και μετρήσιμων κριτηρίων, της ανατροφοδότησης, κ.ά. Είναι τόσοι οι τόμοι που οι «ειδικοί» του ΚΕ.Ε., του ΠΙ και του ΟΕΠΕΚ, έχουν συγγράψει, όλα αυτά τα χρόνια,ώστε να αναρωτιέται κανείς για τη σκοπιμότητα της πρόσφατης «περίεργης υιοθέτησης» προϊόντων και ιδεών απ την αμερικάνικη «DanielsonGroup»2. Πολλοί από τους «ειδικούς», αξιοποιώντας τα κοινοτικά κονδύλια, έχοντας και τις προσωπικές τους στρατηγικές, ύφαιναν υπομονετικά, άλλοτε στα επιτελικά γραφεία και άλλοτε στις «αίθουσες αναμονής», τον πολυπόθητο ιστό της συναίνεσης των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης.
Οι πολιτικές και οι πρακτικές που προωθούνται με το σημερινό ΕΣΠΑ είναι, μάλλον, πιο προκλητικές και πιο κυνικές. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της «δίδυμης» Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας (Γενικής και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης). Η «Διαύγεια» γίνεται κι αυτή κυνική: σε εποχή άγριας λιτότητας, απολύσεων και συγχωνεύσεων, μας ενημερώνει για την πρωτοφανή διασπάθιση / σπατάλη κοινοτικού χρήματος που απαιτείται για τη στελέχωση τωνδύο νέων δύο «ανεξάρτητων» Αρχών που θα προωθήσουν την «κουλτούρα αξιολόγησης» στην ελληνική εκπαίδευση. Αυτό συνιστά πρόκληση. Το δίδυμο ΕΣΠΑ (χρηματοδότηση)-Μνημόνιο (περικοπές), υπογραμμίζει, με τον πιο κυνικό τρόπο, τη δίδυμη νεοφιλελεύθερη επίθεση που συντελείται ενάντια στο δημόσιο σχολείο: χρηματοδότηση του αυταρχισμού και της αστυνόμευσης, με συνδυασμένη αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, τη διαθεσιμότητα, τις απολύσεις και τη διάλυση του δημόσιου σχολείου.
Πηγή: alfavita
Του Γιώργου Μαυρογιώργου, καθηγητή Πανεπιστημίου
Μεγάλη ένταση παρατηρείται, τον τελευταίο καιρό, στο περιεχόμενο και στις μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας που εκδηλώνονται, με αφορμή τη συνολική συντηρητική ανασυγκρότηση που επιχειρείται και στην εκπαίδευση, κάτω από την επινόηση της ασφυκτικής και εκβιαστικής «επιτήρησης» των διεθνών δανειστών. Οι πολιτικές συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας και κατάργησης κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων, που ασκούνται στο του «μνημονίων», έχουν στο επίκεντρο και την εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες της. Έχουμε υποστηρίξει την άποψη ότι η ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική είναι η πιο συντηρητική κι αυταρχική εκδοχή που σχεδιάστηκε ποτέ, μετά τη μεταπολίτευση, και ότι αυτή παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά μιας ολοκληρωτικής όνομα επιβολής και επιτήρησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σκοπός της είναι η προώθηση πολιτικών της αγοράς στην εκπαίδευση και η πειθάρχηση των εκπαιδευτικών σ αυτό.
Το Υπουργείο Παιδείας, με το σύνολο των κατασταλτικών, ιδεολογικών και συμβουλευτικώνμηχανισμών (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική εξουσία, αστυνομία, συμβουλευτικά όργανα, κ.ά.), και των μηχανισμών πληροφόρησης,και με όπλο την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, με τη συνδρομή του πακτωλού των κοινοτικών κονδυλίων ΕΣΠΑ, έχει δρομολογήσει μια πρωτοφανή κινητικότητα και επιδεικνύει αυταρχισμό, βία, αδιαλλαξία, πειθαρχικές και ποινικές διώξεις εναντίον εκπαιδευτικών, «μαθητοδικεία», προσαγωγές, αστυνόμευση, απολύσεις, κ.ά.. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι ασκείται μια ιδιότυπη μορφή τρομοκρατίας στις ζυμώσεις και στις διεργασίες που σημειώνονται και στις ατομικές ή συλλογικές μορφέςπάλης που επιλέγονται.
Η εκπαίδευση, για πολλά χρόνια τώρα, βρίσκεται σε κατάσταση «εύθραυστης εκεχειρίας». Στην παρούσασυγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, έχουμε τη συνδυασμένη στρατηγικήπου υπαγορεύεται από τα προτάγματα της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής εναρμόνισης και απότα μέτρα που προβάλλονται ως «μνημονιακές» υποχρεώσεις. Κάτω από αυτούς τους όρους, η αντιπαράθεση εκπαιδευτικών και εξουσιαστικών μηχανισμών είναι πολλαπλώς ασύμμετρη, κι αυτό δε συνιστά υπαινιγμό για υπαναχώρηση αλλά για διαμόρφωση ισχυρού μετώπου παιδείας για μακράς διάρκειας αντιπαράθεση και πάλη.
Ευρωπαϊκή Ένωση και εκπαίδευση των χωρών-μελών
Χρόνια τώρα, η χώρα μας συμμετέχει, μαζί με άλλες χώρες σε μια διαδικασία ιδιότυπης «διεθνοποίησης» της εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της λεγόμενης Ε.Ε. Με εξαίρεση την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, η Ε.Ε. δεν φέρεται να υποχρεώνει τα κράτη-μέλη σε εναρμόνιση.Υποστηρίζεται,δηλαδή,ότι «η εκπαίδευση ήταν και παραμένει εθνική αποστολή». Αν, ωστόσο, σε επίπεδο διακηρύξεων, προβάλλεται η πολιτική της ενίσχυσης, της ενθάρρυνσης και της υποστήριξης, έχουμε πολλούς λόγους για να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η εκπαίδευση, ως μηχανισμός που εμπλέκεται έμμεσα στην παραγωγική διαδικασία αλλά και ως τμήμα του εποικοδομήματος δεν είναι δυνατό παρά να προσδιορίζεται, ως ένα βαθμό, από τις συνθήκες, προϋποθέσεις και τάσεις που διαμορφώνονται στο καπιταλιστικό σύστημα ανάπτυξης που κυριαρχεί στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Mια οικονομική πολιτική «σύγκλισης» και «εναρμόνισης», με ό,τι αυτή συνεπάγεται για το επίπεδο ανάπτυξης κάθε χώρας-μέλους χωριστά, παραπέμπει αντίστοιχα σε ομοιότροπες μορφές άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής που εξασφαλίζουν κάποιες κοινές κοινωνικές λειτουργίες στην υπόθεση της αναπαραγωγής.
Με τη διακήρυξη της Λισαβόνας(2000), αναφορικάμε τους στόχους της εκπαίδευσης των χωρών-μελών της Ε.Ε., είχε επισημανθεί,πως, παρά τις όποιες διαφορές, οι «κύριοι στόχοι και τα αποτελέσματα που όλοι επιδιώκουμε μοιάζουν πολύ». Έτσι, συντελέστηκε η μετατόπιση από τις διαδικασίες στα αποτελέσματα. Βασικό εργαλείο επίτευξης αυτού του εγχειρήματος ήταν η λεγόμενη «Ανοιχτή Μέθοδος Συντονισμού». Πρόκειται για μια διαδικασία διακυβέρνησης που, ανάμεσα στα άλλα, επεδίωκε την καθιέρωση συστηματικήςεποπτείας, αποτίμησης και αξιολόγησης ως διαδικασίας αμοιβαίας ανταλλαγής εμπειριών που αποκτάει, έτσι, τα χαρακτηριστικά μια μορφής επιτήρησης.
Η ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική αποτυπώνεται, κυρίως: 1) στα κείμενα των διακηρύξεων, των αποφάσεων, των διαβουλεύσεων και των οδηγιών που ανακοινώνονταν από τα διάφορα κοινοτικά όργανα, 2) στα διάφορα κοινοτικά προγράμματα για την εκπαίδευση, όπως, π.χ. το Erasmus, το Lingua, Comenius, Davinci, κ.ά., και 3) για την Ελλάδα, όπως και για άλλες χώρες σύγκλισης (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, κ.ά), στα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και τα ΕΣΠΑ (χρηματοδότηση και έλεγχος). Όπως αντιλαμβάνεται κανείς , το υλικό είναι τεράστιο και από άποψη χρονικής διάρκειας και από άποψη των συνδυασμένων παρεμβάσεων που έχουν γίνει. Στο σύνολό τους, όλα τα παραπάνω συγκροτούν ένα projectδιεθνοποίησης της εκπαίδευσηςμε σαφή νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό. Σε όλες τις χώρες-μέλη διαγράφονται κάποιες κοινές τάσεις στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής όπως: επιδίωξη στενότερης σχέσης του σχολείου με το χώρο εργασίας και με την αγορά εργασίας, συρρίκνωση της σχετικής αυτονομίας της εκπαίδευσης, ιδιωτικοποίηση του κόστους της εκπαίδευσης, ένταση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού προσωπικού, σύνδεση και διαβάθμιση των αμοιβών ανάλογα με την απόδοση, εντατικοποίηση των όρων εργασίας, περικοπή των δαπανών για την εκπαίδευση, περιστολή διαδικασιών εκδημοκρατισμού, συγκεντρωτισμός στη λήψη αποφάσεων κ.ά.
Η πρόσληψη της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα
Ορισμένοι μας υπενθυμίζουν ότι η ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική, «δεδομένης της μεσογειακής μας υπερβολής, αντιμετωπίζεται, όχι σπάνια, εντελώς εξωπραγματικά, με απίστευτη μερικές φορές επιπολαιότητα, γεγονός που δε διευκολύνει τη σωστή αξιολόγηση της κατάστασης και των δυνατοτήτων της»1. Υπάρχει, βέβαια, και άλλη εκδοχή ότιδεν υπάρχει ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι αδύνατη η διαμόρφωση ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής. Δεν συμμεριζόμαστε αυτές τις απόψεις και θα προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε έναν γενικό σχολιασμό για τις επιπτώσεις που εγγράφονται, με το δίδυμο της ευρωπαϊκής εναρμόνισης και της μνημονιακής επιτήρησης στην ελληνική εκπαίδευση.
Η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική της συντηρητικής ανασυγκρότησης στην Ελλάδα παρουσιάζει πολλές πτυχές ομοιοτροπίας και εναρμόνισης, με νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό. Μόλις πρόσφατα, ο Υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε την επιμήκυνση του σχολικούέτους για «εναρμόνιση της παιδείας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα». Οι πτυχές εναρμόνισης μπορούν να εντοπιστούν σε τρία επίπεδα: (i) Στο επίπεδο της συνολικής εκπαιδευτικής πολιτικής που ασκήθηκε τα τελευταία χρόνια, όπου οι επιμέρους νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις, παρά την αποσπασματικότητά τους, παρουσιάζουν υψηλό βαθμό σύγκλισης και συνοχής, με νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση π.χ. αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών, επιμόρφωση, διοίκηση και εποπτεία της εκπαίδευσης, τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, αλλαγές εργασιακών σχέσεων, εξατομίκευση, ιδιωτικοποίηση του κόστους, κ.ά. (ii) Στο επίπεδο της γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, στα πλαίσια της οποίας η συνολική εκπαιδευτική πολιτική παρουσιάζει υψηλό βαθμό σύγκλισης, συνοχής και εναρμόνισης, νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού π.χ. λιτότητα, συμπίεση μισθών, εντατικοποίηση, περικοπές κοινωνικού μισθού, περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αυταρχισμός, κ.α. Τέλος, (iii) στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής σε σχέση με τις μορφές και τους προσανατολισμούς της εκπαιδευτικής πολιτικής που ασκείται στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εκπαιδευτική πολιτική που ασκήθηκε στην Ελλάδα, μετά το 1959, νομιμοποιούνταν με την επίκληση ορόσημων: αίτηση σύνδεσης, προσχώρηση, πλήρης ένταξη, νομισματική ένωση, Ευρωπαϊκή Ένωση, κ.α. Συστηματικά γινόταν λόγος για προσαρμογή του βηματισμού μας για να καλύψουμε την απόσταση που μας χωρίζει από το επίπεδο ανάπτυξης των άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε.. Το «σύνδρομο της απόστασης» είχε τεθεί στην υπηρεσία επιτάχυνσης των εκπαιδευτικών αλλαγών. Είναι μια μορφή επιτήρησης η επιτάχυνση. Θα υποστηρίζαμε ότι η όλη διαδικασία εναρμόνισης καιένταξης της Ελλάδας στην υπόθεση της λεγόμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσηςήταν μια διαρκής επιτήρηση στην εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου προτάγματος.
Σημαντικό ρόλο στην όλη υπόθεση διαδραματίζουν, υπερεθνικοίοργανισμοί που στο όνομα των συμβουλευτικών τους υπηρεσιών ή στο όνομα της χρηματοδότησης συγκροτούν μια συγκεκριμένημορφή επιτήρησης. Η επίκληση των όρων των μνημονίων, οι παρεμβάσεις των οίκων αξιολόγησης, οι εκθέσεις της Τρόικας, οι εκθέσεις του Eurogroup και του ΔΝΤ, η Έκθεση ΟΟΣΑ αποτελούν ενδείξεις ενός συνασπισμού εξουσίας των δανειστών, των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και των αγορών. Έχει τεκμηριωθεί από πολλούς ο ισχυρισμός ότι ο αναβαθμισμένος ρόλος των διάφορων υπερεθνικών οργανισμών, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, συνδέεται με τον κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής των χωρών της Ε.Ε. και αλλού. Η πρόσληψή του και η μετάφρασή του, βέβαια,σε συγκεκριμένη πολιτική, σε κάθε χώρα, είναι συνάρτηση της κοινωνικής δυναμικής που διαμορφώνεται, σε κάθε δεδομένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Οι αργόσυρτες και διστακτικές διαδικασίες της λεγόμενης εναρμόνισης, στην περίπτωση της Ελλάδας,επισπεύδονται με τη βία του μνημονίων, που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά ένα project πειθάρχησης του κόσμου της εργασίας στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα.
Ησχετική πολιτική που ασκήθηκε στην Ελλάδα αποτυπώνεται στα λεγόμενα «επιχειρησιακά προγράμματα» (ΕΠΕΑΕΚ και ΕΣΠΑ) και στις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι πολιτικές των επιχειρησιακών προγραμμάτων συνδυάζονται και συνυπάρχουν με τις πολιτικές που απορρέουν από την αδιάκριτη και βίαιη επιτήρηση που ασκείται από τους εγχώριους και διεθνείς δανειστές,με όχημα το μνημόνιο. Μετην πολιτική των μνημονίων έχουμε μια άλλη μορφή ευδιάκριτης και ρητής επιτήρησης.Πρόκειται για μια βίαιη μορφή επιτήρησης με στόχο:την οριστική κατάργηση των πολιτικών του κράτους πρόνοιας και την μετατροπή της εκπαίδευσης από δημόσιο και κοινωνικό αγαθό σε αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Το δίδυμο «ΕΣΠΑ- Μνημόνιο»: κοινοτική χρηματοδότηση αλλαγών νεοφιλελεύθερης σύλληψης, από τη μια, και περικοπές δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση, από την άλλη, συνιστούν μια επιθετική πολιτική. Έχουμε να κάνουμε με μια βίαιη εναρμόνιση της εκπαίδευσης προς τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα της αγοράς και από αυτήν την άποψη έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια δίδυμη επιτήρηση: την επιτήρηση που προκύπτει από τη χρηματοδότηση της νεοφιλελεύθερης εναρμόνισηςκαι την επιτήρηση που ασκείται από τις περικοπές, τις απολύσεις, τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, κ.ά.. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ουσιαστικά χρηματοδότηση για την υποστήριξη πολιτικών που νομιμοποιούν και προωθούν περικοπές, συγχωνεύσεις, καταργήσεις, απολύσεις, κ.ά. Πρόκειται για χρηματοδότηση επιβολής και εμπέδωσηςτου νεοφιλελευθερισμού.
Ο υπερεθνικός μονοπωλιακός νεοφιλελεύθερος σύμβουλος ΟΟΣΑ, δεν έχει στην «εργαλειοθήκη» του συνταγές μόνο για το γάλα και τα φάρμακα αλλά και για την εκπαίδευση: συγχωνεύσεις, απολύσεις, αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις, άρση της μονιμότητας, αναλογία διδασκόντων-διδασκομένων. Οι βασικοί του νεοφιλελεύθεροι πολιτικο-ιδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίουδιεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.
Η περίπτωση της αξιολόγησης
Στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που αναπτύσσει, διεθνώς, ο ΟΟΣΑ προωθεί με ομάδες ειδικών, ένα κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο οικουμενικό «ερευνητικό-αξιολογικό παράδειγμα». Με αίτηση των χωρών-μελών, διενεργεί, με αμοιβή, διάφορεςαξιολογήσεις. Κυρίαρχη θέση κατέχει η αξιολόγηση δομών και διάρθρωσης των εκπαιδευτικών συστημάτων που, συνήθως,συνοδεύεται από συνταγολόγιο για αναγκαίες εκπαιδευτικές αλλαγές νεοφιλελεύθερης κοπής. Είναι αυτό που ονομάζουν «εργαλειοθήκη». Ναι!, «Εργαλειοθήκη» ενός παγκόσμιου επιθεωρητή και συμβούλου.Μη ξεχνάμε πως πάει πακέτο με το PISA, αυτό το παγκόσμιο εξεταστικό «παράδειγμα».Ένας σύμβουλος που «χώνει τη μύτη του» σεπρωτοβουλίες εκπαιδευτικής πολιτικής σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα μπαινοβγαίνει ελεύθερα και με αμοιβή, για να μας λανσάρει «κουλτούρα αξιολόγησης» που δεν έχουμε. Το θέμα είναι πότε θα αναπτύξουμε κοινωνική δυναμική τέτοια που να σπάσειαυτή τη «μύτη»που αδιάκριτα, αδιάλειπτα, αυθαίρετα και συστηματικά χώνεται παντού και δημιουργεί τη νέα αγορά υπηρεσιών και προϊόντων αξιολόγησης.
Το έργο του ΟΟΣΑ υποστηρίζουν επίλεκτοι και αυτόκλητοιεγχώριοι «ειδικοί», που με την τήβεννο της πανεπιστημιακής αυθεντίας, έχουν συντάξει πολλούς «διαδοχικούς» τόμους για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και των σχολικών μονάδων, αναμασώντας και επαναλαμβάνοντας τη «φιλολογία» της αναγκαιότητας της αξιολόγησης, των αντικειμενικών και μετρήσιμων κριτηρίων, της ανατροφοδότησης, κ.ά. Είναι τόσοι οι τόμοι που οι «ειδικοί» του ΚΕ.Ε., του ΠΙ και του ΟΕΠΕΚ, έχουν συγγράψει, όλα αυτά τα χρόνια,ώστε να αναρωτιέται κανείς για τη σκοπιμότητα της πρόσφατης «περίεργης υιοθέτησης» προϊόντων και ιδεών απ την αμερικάνικη «DanielsonGroup»2. Πολλοί από τους «ειδικούς», αξιοποιώντας τα κοινοτικά κονδύλια, έχοντας και τις προσωπικές τους στρατηγικές, ύφαιναν υπομονετικά, άλλοτε στα επιτελικά γραφεία και άλλοτε στις «αίθουσες αναμονής», τον πολυπόθητο ιστό της συναίνεσης των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης.
Οι πολιτικές και οι πρακτικές που προωθούνται με το σημερινό ΕΣΠΑ είναι, μάλλον, πιο προκλητικές και πιο κυνικές. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της «δίδυμης» Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας (Γενικής και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης). Η «Διαύγεια» γίνεται κι αυτή κυνική: σε εποχή άγριας λιτότητας, απολύσεων και συγχωνεύσεων, μας ενημερώνει για την πρωτοφανή διασπάθιση / σπατάλη κοινοτικού χρήματος που απαιτείται για τη στελέχωση τωνδύο νέων δύο «ανεξάρτητων» Αρχών που θα προωθήσουν την «κουλτούρα αξιολόγησης» στην ελληνική εκπαίδευση. Αυτό συνιστά πρόκληση. Το δίδυμο ΕΣΠΑ (χρηματοδότηση)-Μνημόνιο (περικοπές), υπογραμμίζει, με τον πιο κυνικό τρόπο, τη δίδυμη νεοφιλελεύθερη επίθεση που συντελείται ενάντια στο δημόσιο σχολείο: χρηματοδότηση του αυταρχισμού και της αστυνόμευσης, με συνδυασμένη αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, τη διαθεσιμότητα, τις απολύσεις και τη διάλυση του δημόσιου σχολείου.
Πηγή: alfavita
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου